- προύνεικος
- ὁ, ΜΑ, και προύνικος και προυνικός, Α1. αυτός που έναντι αμοιβής μεταφέρει στο σπίτι τα όσα αγοράστηκαν στην αγορά2. (ως ύβρις) ποταπός, ουτιδανός («τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῡ τῇ παρόδῳ», Διογ. Λαέρ.)3. ως επίθ. λάγνος («προύνεικα φιλήματα», Στράτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. προύνεικος προήλθε < προενεῖκαι < προ-* + ἐνεῖκαι, απρμφ. τού ἤνεικα, ιων. τ. αορ. α' που συμπληρώνει την κλίση τού φέρω και έχει σχηματιστεί < ἐν + ρίζα *seik- «πιάνω, φτάνω» τού ρ. ἵκω. Αντίθετα, η σύνδεση τής λ. με νεῖκος «λογομαχία, φιλονικία» θεωρείται παρετυμολογική].
Dictionary of Greek. 2013.